πρωϊανθής

πρωϊανθής
-ές, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που ανθίζει νωρίς, πρώιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, νε-ανθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωιανθής — flowering early masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωιανθῆ — πρωιανθής flowering early neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωιανθής flowering early masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωιανθής flowering early masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωιανθές — πρωιανθής flowering early masc/fem voc sg πρωιανθής flowering early neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”